Αναγνωρίζοντας τα πλεονεκτήματα της διαμεσολάβησης, επιλέξατε λοιπόν ότι θέλετε να επιλύσετε τις διαφορές σας με τη διαδικασία αυτή.

Κατ’ αρχήν θα πρέπει να τονιστεί ότι η διαμεσολάβηση είναι μια καθαρά ευέλικτη διαδικασία, χωρίς απόλυτα εκ των προτέρων καθορισμένα και τυποποιημένα βήματα. Ο νόμος ορίζει μόνο συγκεκριμένα απαραίτητα τυπικά στοιχεία της διαδικασίας και τις βασικές αρχές, που τη διέπουν και αφήνει το περιθώριο στο διαμεσολαβητή και στα μέρη να ρυθμίσουν ειδικότερους κανόνες και παραμέτρους που θα ισχύσουν, ώστε να ικανοποιηθούν οι προσωπικές τους ιδιαιτερότητες, να μπορέσουν να επικεντρωθούν στην ουσία της διαφοράς και να διευκολυνθεί η ικανοποιητική επίλυση της.

Ας δούμε όμως τα βασικά πρακτικά σημεία που χρειάζεται να γνωρίζετε, για να προχωρήσετε σε μια διαμεσολάβηση.

 

Η υπαγωγής μιας διαφοράς σε διαμεσολάβηση

Για να υπαχθεί μια διαφορά σε διαμεσολάβηση θα πρέπει να υπάρχει σχετική συμφωνία των μερών. Η συμφωνία αυτή μπορεί να αφορά είτε διαφορά, που έχει ήδη ανακύψει μεταξύ των μερών, είτε μελλοντική διαφορά, που τυχόν ανακύψει, στο πλαίσιο μιας σχέσης. Αντίθετα όμως με τη ρήτρα για την υπαγωγή σε διαιτησία όλων των μελλοντικών διαφορών, που τυχόν ανακύψουν στο πλαίσιο μιας σχέσης, στην περίπτωση της διαμεσολάβησης η συμφωνία αυτή θα πρέπει να επαναληφθεί εγγράφως κατά τη χρονική στιγμή που τυχόν θα ανακύψει η συγκεκριμένη πλέον διαφορά, ώστε να εξασφαλίζεται η ελεύθερη βούλησή των μερών να προχωρήσουν σε διαμεσολάβηση. Ουσιαστικά δηλαδή πρόκειται για μια πρώτη συμφωνία των μερών, τα οποία καλόπιστα δέχονται ότι σε περίπτωση που προκύψει οποιαδήποτε μελλοντική διαφορά στο πλαίσιο της σχέσης τους, θα την επιλύσουν με τη διαδικασία της διαμεσολάβησης. Η σχετική συμφωνία μπορεί να προβλέπει την υπαγωγή τόσο σε διαμεσολάβηση, όσο και σε διαιτησία, μεταγενέστερα εννοείται και εάν και εφόσον τα μέρη δεν έχουν καταλήξει σε συμφωνία μέσω της διαμεσολάβησης.

Η επιλογή του διαμεσολαβητή

Ο διαμεσολαβητής επιλέγεται από τα μέρη από κοινού ή ορίζεται από τρίτο μέρος της επιλογής τους. Για την επιλογή τους τα μέρη μπορούν να χρησιμοποιήσουν και τον σχετικό κατάλογο διαπιστευμένων διαμεσολαβητών, που τηρεί η Γενική Διεύθυνση Διοίκησης Δικαιοσύνης του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Με βάση όσα ισχύουν αυτή τη στιγμή στη χώρα μας ο διαμεσολαβητής πρέπει να είναι ειδικά διαπιστευμένος δικηγόρος, μπορεί δε να ορισθεί και άλλος ειδικά διαπιστευμένος διαμεσολαβητής, ακόμη κι αν δεν έχει τη δικηγορική ιδιότητα, μόνο στις περιπτώσεις διασυνοριακών διαφορών (όταν δηλαδή ένα τουλάχιστον μέρος έχει την έδρα ή την κατοικία του σε άλλο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης).

Η αμοιβή του διαμεσολαβητή, σύμφωνα με το νόμο, εάν δεν συμφωνηθεί αλλιώς, υπολογίζεται βάσει ωριαίας αντιμισθίας, το ύψος της οποίας ανέρχεται στο ποσό των εκατό ευρώ και καταβάλεται από τα μέρη κατ’ ισομοιρία. Ανώτατο όριο για τον παραπάνω εκ του νόμου υπολογισμό αποτελούν οι είκοσι τέσσερις ώρες, στις οποίες περιλαμβάνεται και ο χρόνος προετοιμασίας του διαμεσολαβητή για τη διαδικασία της διαμεσολάβησης.

Η σημασία του ρόλου του διαμεσολαβητή είναι μεγάλη, γι’ αυτό η σωστή για τα μέρη επιλογή του μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τη διαδικασία και να βοηθήσει την επίτευξη συμφωνίας.

 

Οι νομικοί παραστάτες των μερών

Στη διαμεσολάβηση τα μέρη υποχρεωτικά παρίστανται με τους νομικούς παραστάτες τους, τους πληρεξούσιους δηλαδή δικηγόρους τους. Αντίστοιχα σημαντικός είναι και ο ρόλος των νομικών παραστατών και η γνώση που έχουν για τη διαμεσολάβηση, αλλά και για τις διαπραγματεύσεις, καθώς αυτοί είναι που θα συμβουλεύσουν τον ή τους πελάτες τους, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, αλλά και θα συμβάλλουν στο έργο του διαμεσολαβητή και στην καλή εξέλιξη της διαδικασίας, ώστε να επιτευχθεί τελικά μια ικανοποιητική συμφωνία μεταξύ των μερών.

Πριν την έναρξη της διαμεσολάβησης, οι νομικοί παραστάτες των μερών συνήθως αποστέλουν στο διαμεσολαβητή σύντομες αναφορές με τις απόψεις τους και σημαντικά στοιχεία της υπόθεσης, καθώς και ό,τι άλλο έγγραφο κρίνουν σκόπιμο.

 

Η διαδικασία της διαμεσολάβησης και οι αρχές που τη διέπουν

Μια διαμεσολάβηση αρχίζει τυπικά με μια κοινή συνάντηση των μερών και των νομικών παραστατών τους, στην οποία ενημερώνονται αναλυτικά τα μέρη για τη διαδικασία και τις βασικές αρχές της από το διαμεσολαβητή, υπογράφουν συμφωνητικό υπαγωγής της διαφοράς τους σε διαμεσολάβηση και παρουσιάζουν τις απόψεις τους για τη μεταξύ τους διαφορά.

Συνήθως μετά από την κοινή συνεδρίαση ακολουθεί μια σειρά ιδιωτικών, εμπιστευτικών συναντήσεων, μεταξύ του διαμεσολαβητή και καθενός από τα μέρη χωριστά, οι οποίες δίνουν την ευκαιρία στα μέρη να εξετάσουν, με τη βοήθεια του διαμεσολαβητή, ρεαλιστικά τη διαφορά και όσα περιμένουν και θέλουν να αποκομίσουν από τη διαδικασία της διαμεσολάβησης, να αναζητήσουν κοινά σημεία προσέγγισης και τρόπους για την επίλυσή της και να λάβουν αποφάσεις, σύμφωνα με τα συμφέροντά τους.

Η εμπιστευτικότητα ισχύει καθ’ όλη της διάρκεια της διαδικασίας. Οι συναντήσεις γίνονται σε ιδιωτικές αίθουσες γραφείων ή συνεδριάσεων (συχνά σε ξενοδοχεία ή ειδικά διαμορφωμένους προς τούτο χώρους), χωρίς να τηρείται κανένα αρχείο. Οι σημειώσεις, που τυχόν τηρεί ο διαμεσολαβητής για τη διευκόλυνση του στο τέλος καταστρέφονται, ενώ σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί επίλυση της διαφοράς, όποιες δηλώσεις τυχόν έγιναν κατά τη διάρκεια και για τους σκοπούς της διαμεσολάβησης δεν μπορούν να προβληθούν σε μεταγενέστερη προσφυγή στη δικαιοσύνη. Παράλληλα, τα έγγραφα και οι πληροφορίες που δίδονται στο διαμεσολαβητή κατά τις χωριστές συναντήσεις αφορούν μόνο τον ίδιο και δεν ανακοινώνονται στο άλλο μέρος. Τέλος, και το ίδιο το περιεχόμενο της συμφωνίας των μερών είναι απόρρητο, εκτός εάν τα μέρη επιλέξουν αλλιώς.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας ο διαμεσολαβητής, χρησιμοποιώντας κατάλληλες τεχνικές, βοηθά τα μέρη να συνδιαλαγούν και να διαπραγματευθούν, χωρίς να παίρνει θέση υπέρ ή κατά των μερών, να διατυπώνει απόψεις ή προβλέψεις, να προτείνει λύσεις, να κάνει υποδείξεις, να εξετάζει το νόμο, ούτε να αποφασίζει για το σωστό και το δίκαιο, ώστε να αποδωθεί δικαιοσύνη. Η συμβολή του έγγειται κυρίως στην υποβοήθηση των μερών με ισότιμο και ουδέτερο τρόπο, ώστε μόνα τους να ανακαλύψουν τι τα συμφέρει περισσότερο, να επικοινωνήσουν ουσιαστικά, εξαλείφοντας τα μεταξύ τους εμπόδια, να συνδιαλλαγούν, να διαπραγματευτούν, να βρουν κοινά σημεία και πεδία σύγκλισης, να πάρουν σωστές για αυτά αποφάσεις και τελικά να καταλήξουν σε μια κοινά αποδεκτή και ικανοποιητική συμφωνία για την επίλυση της διαφοράς. Σε κάθε περίπτωση τα μέρη διατηρούν τον έλεγχο του αποτελέσματος της διαδικασίας, ενώ ο διαμεσολαβητής είναι ο θεματοφύλακας της ίδιας της διαδικασίας και των αρχών της και ο «καταλύτης», που δημιουργεί το κατάλληλο περιβάλλον ασφαλείας για τη διαμεσολάβηση.

Τα μέρη δεν δεσμεύονται από όσα τυχόν ειπωθούν κατά την εξέλιξη της  διαδικασίας, ενώ μπορούν να την τερματίσουν οποτεδήποτε το επιθυμούν. Όταν συμφωνήσουν σε κοινά αποδεκτό τρόπο επίλυσης της διαφοράς, κάτι που συνήθως συμβαίνει εντός μιας ημέρας, οι όροι της συμφωνίας καταγράφονται σε πρακτικό, που υπογράφεται από όλους τους συμμετέχοντες. Το περιεχόμενο της συμφωνίας καθορίζεται ελεύθερα από αυτά, ώστε να ικανοποιεί τις ανάγκες τους, με τη μόνη προϋπόθεση να μην είναι αντίθετο σε κανόνες δημόσιας τάξης. Το πρακτικό, που περιέχει τη συμφωνία των μερών,  μπορεί, εάν το επιθυμεί τουλάχιστον ένα μέρος, να κατατεθεί στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου της περιφέρειας διεξαγωγής της διαμεσολάβησης και εφόσον υπάρχει αξίωση, που μπορεί να εκτελεστεί αναγκαστικά, αποτελεί εκτελεστό τίτλο.

Σε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας, η όποια είναι σπάνια στην πράξη, τα μέρη μπορούν να επιχειρήσουν να ρυθμίσουν τη διαφορά τους δικαστικά, μέσω διαιτησίας, ή και μεταγενέστερα να επανέλθουν στη διαδικασία της διαμεσολάβησης.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, ακόμα και σε αυτή που τα μέρη δεν καταλήξουν σε ικανοποιητική συμφωνία επίλυσης μιας διαφοράς, η διαδικασία της διαμεσολάβησης θα τα έχει βοηθήσει, γλιτώνοντας χρόνο και χρήματα, να δουν και να αξιολογήσουν την κατάσταση και τα πραγματικά τους συμφέροντα και να κατανοήσουν τις ανάγκες των συνομιλητών τους και θα τους έχει επιτρέψει να διατηρήσουν ή και να εξελίξουν τις σχέσεις τους. Και αυτό στις επιχειρηματικές, αλλά και όχι μόνο, σχέσεις μας είναι νομίζω ιδιαιτέρως σημαντικό.