Οι περισσότεροι έχουμε εμπλακεί κάποια στιγμή σε μια δικαστική διαμάχη, είτε προσωπικά, είτε στο πλαίσιο της επιχειρηματικής ή της επαγγελματικής μας δραστηριοποίησης, είτε βιώνοντας τη διαδικασία μέσω τρίτων προσώπων του περίγυρού μας. Ίσως κι εσείς να περιμένατε χρόνια για να δικαστεί κάποια υπόθεσή σας, αναμένοντας εναγωνίως να δικαιωθείτε. Ίσως να πληρώσατε μεγάλα ποσά για τα δικαστικά σας έξοδα, χωρίς να ξέρετε ποιά θα είναι η έκβαση της δίκης και χωρίς να έχετε κανένα έλεγχο σε αυτή. Πιθανότατα η διαδικασία σας κόστισε την προσωπική ή επαγγελματική σχέση σας με τον αντίδικο και ένα μεγάλο πλήγμα στην επαγγελματική σας φήμη και την προσωπική σας αξιοπρέπεια. Και σίγουρα ακόμα και εάν «κερδίσατε» ταλαιπωρηθήκατε και χάσατε πολύτιμο χρόνο και χρήμα, που θα μπορούσατε να είχατε επενδύσει σε άλλες περισσότερο δημιουργικές δραστηριότητες.

Ίσως να είχατε τότε σκεφθεί ότι θα προτιμούσατε να λύσετε τις διαφορές σας πιο ανθρώπινα, πιο γρήγορα, πιο αποτελεσματικά, πιο ικανοποιητικά. Υπάρχουν όμως και άλλοι τρόποι να λύσουμε τις διαφορές μας;

Σίγουρα θα έχετε ακούσει για το θεσμό της διαιτησίας. Και για το θεσμό της διαμεσολάβησης; Ή της δικαστικής μεσολάβησης;

Και οι τρείς θεσμοί, αλλά και αρκετοί άλλοι, όπως οι θεσμοί της διαπραγμάτευσης, της συμφιλίωσης, της διαμεσολάβησης – διαιτησίας και της διαιτητικής πραγματογνωμοσύνης, αποτελούν εξωκρατικούς τρόπους επίλυσης των διαφορών μας, δηλαδή τρόπους επίλυσης εκτός του οργανωμένου συστήματος απονομής δικαιοσύνης από πολιτειακά όργανα. Στο πλαίσιο αυτών των θεσμών τα μέρη που συμμετέχουν αναζητούν ιδιωτικά την επίλυση των διαφορών τους με την ανάμειξη ενός ή περισσότερων τρίτων, ουδέτερων προσώπων, που έχουν επιλεγεί από αυτά.

Στην περίπτωση του γνωστότερου μέχρι τώρα θεσμού για την Ελλάδα, της διαιτησίας, ουσιαστικά μιλάμε για μια μορφή δικαστικής διαδικασίας ιδιωτικού χαρακτήρα, στο τέλος της οποίας ο ή οι επιλεχθέντες διαιτητές, εκδίδουν απόφαση για την επίλυση της διαφοράς, η οποία δεσμεύει τα μέρη.

Αντίθετα, στους νέους, για τα ελληνικά δεδομένα, θεσμούς της διαμεσολάβησης και της δικαστικής μεσολάβησης τα μέρη αποφασίζουν προαιρετικά και οικοειοθελώς να επιλύσουν την εκάστοτε διαφορά τους με τη βοήθεια του διαμεσολαβητή στην πρώτη περίπτωση και του δικαστικού μεσολαβητή στη δεύτερη, διαπραγματευόμενοι μεταξύ τους, χωρίς να δεσμεύονται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, παρά μόνο στην περίπτωση που καταλήξουν σε συμφωνία για την επίλυση της διαφοράς τους, η οποία μπορεί να εκτελεστεί (αν και εξαιρετικά σπάνια χρειάζεται να συμβεί κάτι τέτοιο).

Στην Ελλάδα ο θεσμός της διαμεσολάβησης εισήχθη το 2010 και εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Παράλληλα το 2012 εισήχθη και ο θεσμός της δικαστικής μεσολάβησης, ο οποίος μοιάζει με τη διαμεσολάβηση, διαφέρει όμως κυρίως ως προς το ότι ο δικαστικός διαμεσολαβητής είναι δικαστής, στον οποίο έχουν ανατεθεί επιπλέον ειδικά καθήκοντα, ενώ ο διαμεσολαβητής είναι πρόσωπο, συνήθως δικηγόρος, ειδικά εκπαιδευμένο και διαπιστευμένο.

Η διαμεσολάβηση είναι μια εξ ορισμού άμεση, ευέλικτη και εμπιστευτική διαδικασία, η οποία δίνει τη δυνατότητα στα μέρη να επιλύσουν τη μεταξύ τους διαφορά ταχύτερα, οικονομικότερα και αποτελεσματικότερα. Στόχος της είναι να δημιουργήσει ένα ασφαλές περιβάλλον, που θα επιτρέψει στα μέρη να διαπραγματευθούν και να καταλήξουν σε μια κοινά αποδεκτή και αμοιβαία επωφελή λύση, η οποία να ανταποκρίνεται στις απόψεις και τις προσδοκίες τους, να ικανοποιεί όλα τα πραγματικά (νομικά και μη)  συμφέροντα τους, να εξομαλύνει και να διαφυλάσσει μελλοντικά τις σχέσεις τους.

Αυτή είναι και η ιδιαίτερη αξία στο θεσμό της διαμεσολάβησης: η ευκαιρία που μας δίνει να αντιμετωπίσουμε πιο ανθρώπινα τις διαφορές μας, να δημιουργήσουμε ένα ασφαλές περιβάλλον για τις συναλλαγές μας και να διαφυλάξουμε την κοινωνική ειρήνη. Θα μου πείτε, αυτό δεν χρειάζεται μια μεγάλη αλλαγή νοοτροπίας, ίσως και κουλτούρας; Σίγουρα. Νομίζω όμως ότι την έχουμε ανάγκη.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο http://businessdoctor.gr/diamesolavisi-eksodikastiki-epilisi-diaforon/